Το
ήπαρ είναι το βιολογικό όργανο δια του οποίου ο άνθρωπος, κατά την
ενύπνιο κατάσταση, μπορεί και διεισδύει στο «εν συνεχεία όλον», κατά την
έκφραση του Πλωτίνου, ή στο χωροχρονικό συνεχές, κατά την σύγχρονη
ορολογία. Μάλιστα ο Πλάτων, στον «Τίμαιο, 71.e +», λέγει πως η μαντική,
που δόθηκε στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, μπορεί και λειτουργεί χάρη
στο ήπαρ : το ήπαρ είναι το όργανο που πάνω του ως κάτοπτρο
καθρεφτίζονται τα διανοήματα της ψυχής.
Ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες» [«Εννεάδα 3η, 7.12. 44 - 55»] μας λέγει ότι ο χρόνος είναι η μεταβατική κίνηση της ζωής της ψυχής του Κόσμου. Όπως δηλ. ο Αιώνας «εστι ζωη εν στάσει», στον εαυτό και την ταυτότητά της, έτσι και ο χρόνος είναι εικόνα του εν κίνηση.
Και όπως το σύμπαν τούτο σχετίζεται με το νοητό σύμπαν, έτσι αντί για την νοητική ζωή υπάρχει αυτή που είναι ομώνυμη της ζωής της ψυχής του Κόσμου, και αντί της νοητικής κίνηση του νοητού Κόσμου υπάρχει η κίνηση κάποιου μέρους της ψυχής του Κόσμου, και αντί της ταυτότητας και της παραμονής «εν ενι» [που μένει σε ένα] υπάρχει αυτό πού δεν παραμένει στην ίδια κατάσταση αλλά που ενεργεί το ένα μετά το άλλο, αντί για αυτό που είναι αδιάστατο και ενιαίο υπάρχει ένα είδωλο του όλου που είναι εν συνεχεία όλον, αντί για το άπειρο ήδη όλον υπάρχει μια συνεχείς άπειρη διαδοχή και αντί για το αθρόο όλον υπάρχει ένα όλον που θα γίνεται και πάντοτε θα γίνεται κατά μέρος. Έτσι ο αισθητός Κόσμος μιμείται «το ηδη ολον», που είναι «και αθρόον και απειρον», για να συνθέσει την πληρότητα του μέσα από την συνεχή αύξηση του «εν τω ειναι» του. Έτσι μιμείται το Είναι του Νοητού Κόσμου. Για αυτό δεν πρέπει να αντιληφτούμε τον χρόνο έξω από την ψυχή, όπως και τον Αιώνα έξω του Νοητού Κόσμου, γιατί ο χρόνος δεν είναι μια συνοδεία της ψυχής ούτε κάτι που έρχεται μετά από αυτήν, αλλά κάτι που ενοράται & υπάρχει πάντα μέσα της και μαζί της, όπως ακριβώς η σχέση του Αιώνα με το όντως ΟΝ.
Απόδειξη για το ότι η διεισδύει στο «εν συνεχεία όλον» λαμβάνει χώρα κατά την ενύπνιο κατάσταση είναι το γεγονός ότι ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 71.e. 3-6» λέγει ότι: «ουδείς έχει πραγματική ένθεη & αληθινή μαντική δύναμη όταν είναι ξύπνιος, παρά μόνον στον ύπνο του, τότε που η δύναμη του νου είναι δεμένη, ή είναι ενθουσιασμένος - ουδεις γαρ εννους εφάπτεται μαντικης ενθέου και αληθους, αλλα η καθ" υπνον την της φρονήσεως πεδηθεις δύναμιν η δια νόσον, η διά τινα ενθουσιασμον παραλλάξας». Διευκρινίζει μάλιστα, στον «Τίμαιο, 71.e.6 - 72.a.2», ότι : «Γνώρισμα του έμφρονος ανθρώπου είναι να αναμιμνήσκει και να σκέφτεται τα όσα όναρ[1] ή ήπαρ[2] βλέπει υπό της μαντικής και του ενθουσιασμού, αλλά και να αναλύει πάντα με τον λογισμό όσα φαντάσματα [εικόνες] είδε, δηλαδή τη σημασία τους για ποιόν δείχνουν κάτι καλό ή κακό για το μέλλον, το παρόν ή το παρελθόν - αλλα συννοησαι μεν εμφρονος τά τε ρηθέντα αναμνησθέντα οναρ η υπαρ υπο της μαντικης τε και ενθουσιαστικης φύσεως, και οσα αν φαντάσματα οφθη, πάντα λογισμω διελέσθαι οπη τι σημαίνει και οτω μέλλοντος η παρελθόντος η παρόντος κακου η αγαθου». Εξηγεί δε, στον «Τίμαιο, 72.b.7», ότι το ήπαρ έχει αυτή την φύση και αυτή την θέση μέσα στο σώμα : «xάριν μαντικης». Επίσης ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος, στο «Περί Σωκράτους Δαιμονίου, 588.d.2-5», μας λέγει πως: «στην διάρκεια του ύπνου δεν υπάρχει κάποια φωνή, αλλά λαμβάνοντας κάποιες εντυπώσεις και νοήσεις λόγων οι άνθρωποι νομίζουν ότι ακούνε κάποιους να μιλούν. Όμως σε ορισμένους η αντίληψη αυτού του είδους πραγματώνεται στα όνειρα, επειδή είναι πιο δεκτικοί όταν κοιμούνται, εξαιτίας της ησυχίας και της γαλήνης του σώματος».
Άλλωστε, ο Αισχύλος μας πληροφορεί ότι από τον δεμένο Προμηθέα ό «δαφοινος αιετός» του Δία, ο «πτηνος κύων», τρώει το «κελαινόβρωτον ηπαρ», το οποίο «δια πάσης μεν ημέρας βιβρωσκόμενον, νυκτος δε πάλιν αναπληρούμενον και οιον ανακαινιζόμενον»[3]. Δηλ. του στερεί την ικανότητα του να προλέγει τα μελλούμενα, του αφαιρεί την ικανότητα της μαντικής. Μιας και ο Προμηθέας οντικά είναι η ψυχική δύναμη του ανθρώπινου όντος που - στραμμένο με καμπύλο [αγκύλως] τρόπο προς τον εαυτό του νοεί τον εαυτό του με νοητικό τρόπο - υπολογίζει πριν από τις εκβάσεις όσα πρόκειται να συμβούν.
Και εξηγούμε, αφού αντιγράψουμε πρώτα τον μύθο από το ησιόδειο «Έργα και Ημέρες, σ. 42 - 105»:
«Οι Θεοί, αλήθεια, κρατούν κρυμμένα τα μέσα της ζωής από τους ανθρώπους. Αλλιώς θα μπορούσε εύκολα να εργάζεσαι μια ημέρα και να έχεις να τρως για όλον τον χρόνο μένοντας άνεργος. Έτσι γρήγορα θα κρεμούσες το πηδάλιο υπέρ του καπνού και θα έπαυαν οι κάματοι των βοδιών και των βασανισμένων ημιόνων. Όμως ο Ζευς τα έκρυψε, επειδή θύμωσε που τον γέλασε ο Προμηθέας που έχει στρεψίβουλες σκέψεις. Για αυτό σχεδίασε βαριές θλίψεις για τους ανθρώπους και τους έκρυψε το πυρ. Τούτη όμως την έκλεψε ύστερα για τους ανθρώπους από τον συνετό Δία ο υιός του Ιαπετού (κρύβοντας την) μέσα στο κοίλωμα ενός νάρθηκα, χωρίς να το πάρει είδηση ο τερπικέραυνος Ζευς. Και ο νεφελοσυντάχτης Ζευς θύμωσε και του είπε : "Ε, υιέ του Ιαπετού, που ξέρεις πονηριές καλύτερα από όλους, χαίρεσαι που έκλεψες το πυρ και μου ξεγέλασες το νου, μα θα είναι μεγάλη συμφορά και για σένα και για τους ανθρώπους που θα γεννηθούν. Σε αυτούς εγώ, αντί του πυρός, θα δώσω ένα κακό, που όλοι θα το έχουν κρυφή χαρά, ενώ θα σφιχταγκαλιάζουν το κακό τους". Αυτά είπε και γέλασε ο πατήρ ανδρών και θεών. Και πρόσταξε τον ξακουστό τον Ήφαιστο να ανακατέψει γαία και ύδωρ, το γρηγορότερο και να βάλει ανθρώπινη φωνή και δύναμη, ώστε να φτιάσει ένα πλάσμα ωραίο κι ερωτικό παρθένας, όμοιο στην μορφή με τις αθάνατες θεές. Ύστερα η Αθηνά να της μάθει γυναικείες δουλειές, να υφαίνει πολυδαίδαλο ιστό. Και την χρυσή την Αφροδίτη να της περιχύσει χάρη στο κεφάλι και τον πόθο τον πονεμένο και τους καημούς τους αβάσταχτους. Και τον Ερμή πρόσταξε, τον αγγελιοφόρο και πλανευτή που σκότωσε τον Άργο, να βάλει μέσα της ήθος που πλανεύει και αναιδή νου. Αυτά είπε, κι εκείνοι υπάκουσαν στον βασιλιά Δία τον υιό του Κρόνου. Κι αμέσως εκ γαίας ο ξακουστός ο αμφοτερόχωλος έπλασε ομοίωμα ντροπαλής παρθένας, όπως το ήθελε υιός του Κρόνου. Και η θεά η γλαυκώπις Αθηνά την έζωσε και την στόλισε. Κι οι θεές Χάριτες κι η Πότνια Πειθώ της έβαλαν γύρω στο λαιμό χρυσά περιδέραια. Κι ολόγυρα οι Ώρες οι ομορφομαλλούσες της φόρεσαν στεφάνι από ανοιξιάτικα λουλούδια. Και κάθε στολίδι της ταίριασε στο κορμί η Παλλάς Αθηνά. Και κατόπι μέσα στα στήθια της έπλασε ψευτιές και γλυκόλογα και παμπόνηρο φέρσιμο, κατά τις εντολές του Δία του βαρύκτυπου, ο αγγελιοφόρος των θεών που σκότωσε τον Άργο. Κι ύστερα ο κήρυκας των θεών της έβαλε φωνή κι ωνόμασε αυτή τη γυναίκα Πανδώρα, γιατί πάντες που έχουν τα Ολύμπια δώματα την έκαναν δώρο - συμφορά στους ανθρώπους που αγαπούν τα δώρα. Αφού έφτιασε, λοιπόν, την αφεύγατη τούτη ορθόστηλη παγίδα, τον Επιμηθέα έστειλε ο πατήρ τον ξακουστό φονιά του Άργου, τον ταχύτατο αγγελιοφόρο, να του την πάει δώρο των θεών. Μα ο Επιμηθέας δεν θυμήθηκε που του είπε ο Προμηθέας να μη δεχθεί ποτέ δώρο παρά του Ζηνός του Ολυμπίου, αλλά να του το στείλει πίσω, μη τυχόν συμβεί κανένα κακό στους ανθρώπους. Κι αφού δέχτηκε το κακό, θυμήθηκε, όταν πια το είχε στα χέρια του. Πρωτύτερα, αλήθεια, ζούσαν οι άνθρωποι πάνω στη γη μακριά κι έξω από βάσανα κι έξω από βαριούς κόπους κι από αρρώστιες γεμάτες πόνους που φέρνουν τους θανάτους στους ανθρώπους. Μα η γυναίκα, βγάζοντας με τα χέρια της το μεγάλο βούλωμα του πιθαριού, το σκόρπισε, και στους ανθρώπους έφερε βαριές θλίψεις. Μονάχα η Ελπίδα έμεινε εκεί μέσα, στην άσπαστη φυλακή της, κάτω από τα χείλια του πιθαριού, ούτε πέταξε έξω. Διότι πρόφτασε η Πανδώρα κι έβαλε το βούλωμα του πιθαριού με την θέληση του νεφελοσυνάχτη Δία που κρατά την Αιγίδα. Κι άλλα μύρια λυπηρά γυρίζουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί είναι γεμάτη η γη και γεμάτη η θάλασσα από κακά. Κι οι αρρώστιες πάνε όπως θέλουν στους ανθρώπους, άλλες νύχτα κι άλλες ημέρα, κακά τους ανθρώπους φέρνοντας αμίλητες, γιατί τους αφαίρεσε τη μιλιά ο συνετός Ζευς. Έτσι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανένας τις βουλές του Διός. -
Κρύψαντες γαρ εχουσι θεοι βίον ανθρώποισιν. ρηιδίως γάρ κεν και επ" ηματι εργάσσαιο, ωστε σε κεις ενιαυτον εχειν και αεργον εόντα· αιψά κε πηδάλιον μεν υπερ καπνου καταθειο, εργα βοων δε απόλοιτο και ημιόνων ταλαεργων. αλλα Ζευς εκρυψε χολωσάμενος φρεσι ησιν, οττι μιν εξαπάτησε Προμηθευς αγκυλομήτης· τουνεκ" αρ" ανθρώποισιν εμήσατο κήδεα λυγρά, κρύψε δε πυρ· το μεν αυτις ευς πάις ιαπετοιο εκλεψε ανθρώποισι Διος παρα μητιόεντος εν κοίλω νάρθηκι, λαθων Δία τερπικέραυνον. τον δε χολωσάμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς· "ιαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα ειδώς, χαίρεις πυρ κλέψας και εμας φρένας ηπεροπεύσας, σοί τ' αυτω μέγα πημα και ανδράσιν εσσομένοισιν.τοις δ" εγω αντι πυρος δώσω κακόν, ω κεν απαντες τέρπωνται κατα θυμον εον κακον αμφαγαποντες. "Ως εφατ", εκ δ' εγέλασσε πατηρ ανδρων τε θεων τε· Ηφαιστον δε εκέλευσε περικλυτον οττι τάχιστα γαιαν υδει φύρειν, εν δε ανθρώπου θέμεν αυδην και σθένος, αθανάτης δε θεης εις ωπα είσκειν παρθενικης καλον ειδος επήρατον· αυταρ αθήνην εργα διδασκησαι, πολυδαίδαλον ιστον υφαίνειν· και χάριν αμφιχέαι κεφαλη χρυσέην Αφροδίτην και πόθον αργαλέον και γυιοβόρους μελεδώνας· εν δε θέμεν κύνεόν τε νόον και επίκλοπον ηθος ερμείην ηνωγε, διάκτορον Αργεϊφόντην. Ως εφαθ", οι δ" επίθοντο Διι Κρονίωνι Ανακτι . [αυτίκα δ" εκ γαίης πλάσσε κλυτος Αμφιγυήεις παρθένω αιδοίη ικελον Κρονίδεω δια βουλάς· ζωσε δε και κόσμησε θεα γλαυκωπις Αθήνη· Αμφι δέ οι Χάριτές τε θεαι και πότνια Πειθω ορμους χρυσείους εθεσαν χροΐ· αμφι δε τήν γε Ωραι καλλίκομοι στέφον ανθεσι ειαρινοισιν· πάντα δέ οι χροι κόσμον εφήρμοσε Παλλας Αθήνη·] Εν δε αρα οι στήθεσσι διάκτορος Αργεϊφόντης ψεύδεά θ" αιμυλίους τε λόγους και επίκλοπον ηθος τευξε Διος βουλησι βαρυκτύπου· εν δ" αρα φωνην θηκε θεων κηρυξ, ονόμηνε δε τήνδε γυναικα Πανδώρην, οτι πάντες Ολύμπια δώματα εχοντες δωρον εδώρησαν, πημ" ανδράσιν αλφηστησιν. Αυταρ επει δόλον αιπυν αμήχανον εξετέλεσσεν, εις Επιμηθέα πέμπε πατηρ κλυτον Αργεϊφόντην δωρον αγοντα, θεων ταχυν αγγελον· ουδ' Επιμηθευς εφράσαθ" ως οι εειπε Προμηθευς μή ποτε δωρον δέξασθαι παρ Ζηνος Ολυμπίου, Αλλ' αποπέμπειν εξοπίσω, μή πού τι κακον θνητοισι γένηται· αυταρ ο δεξάμενος, οτε δη κακον ειχ', ενόησε. Πριν μεν γαρ ζώεσκον επι χθονι φυλ" ανθρώπων νόσφιν ατερ τε κακων και ατερ χαλεποιο πόνοιο νούσων τ" αργαλέων, αι τα ανδράσι κηρας εδωκαν. [αιψα γαρ εν κακότητι βροτοι καταγηράσκουσιν.] Αλλα γυνη χείρεσσι πίθου μέγα πωμ" αφελουσα ασκέδασ', ανθρώποισι δε εμήσατο κήδεα λυγρά. μούνη δε αυτόθι Ελπις εν αρρήκτοισι δόμοισιν ενδον εμεινε πίθου υπο χείλεσιν ουδε θύραζε εξέπτη· πρόσθεν γαρ επέμβαλε πωμα πίθοιο [αιγιόχου βουλησι Διος νεφεληγερέταο]. Αλλα δε μυρία λυγρα κατ" ανθρώπους αλάληται· πλείη μεν γαρ γαια κακων, πλείη δε θάλασσα· νουσοι δε ανθρώποισιν εφ" ημέρη, αι δ" επι νυκτι αυτόματοι φοιτωσι κακα θνητοισι φέρουσαι σιγη, επει φωνην εξείλετο μητίετα Ζεύς. ουτως ου τί πη εστι Διος νόον εξαλέασθαι».
Όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 48 - 51», ο Προμηθέας είναι εκείνος που δωρίζει στους ανθρώπους τον νου ο οποίος υπολογίζει, πριν από τις εκβάσεις, όσα πρόκειται να συμβούν και τον οποίο έχουν οι άνθρωποι αφού προσέβαλαν νοητική ζωή που από τα ενδιαιτήματα του πατέρα Δία έφτασε σε τούτον εδώ τον τόπο. Οι απάτες του Προμηθέα εναντίον του Διός δηλώνουν ότι ο Προμηθέας προετοίμασε ώστε τα θνητά να μετέχουν στις ψυχές που ανήκουν στη σειρά του Διός ! Αν, μάλιστα, ο Προμηθέας είναι «αγκυλομήτης», ανήκει στην σειρά του Κρόνου και νοεί τον εαυτό του με νοητικό τρόπο και είναι στραμμένος με καμπύλο [αγκύλως] τρόπο προς τον εαυτό του - «Ο Προμηθευς, Κρόνιος τίς εστι και νοερως εαυτον νοων, και αγκύλως εις εαυτον επεστραμμένος» λέγει ο Πρόκλος. Ενώ αν είναι «ποικιλομήτης» [ποικιλόνοος], σημαίνει αυτόν που έχει λάβει ποικίλες νοήσεις, τις οποίες δωρίζει και στις ανθρώπινες ψυχές που εξέπεσαν στο σώμα! Το δε κρύψιμο του πυρός, που αναφέρεται στον 50ον στίχο, είναι η αόρατη συγκέντρωση της νοητικής και τεχνικής ζωής, με την οποία ο Ζευς δημιούργησε τον Κόσμο και την οποία δίνει πρώτος εκούσια σε πολλές από τις ψυχές που ήρθαν εδώ κάτω για να την κρατήσουν μυστική και απρόσβλητη. Γιατί το πυρ, που είναι αίτιο φωτός, αποτελεί εικόνα του τεχνικού νου με βάση τον οποίο οι άνθρωποι ζουν αρχικά με νοητικό τρόπο. Ενώ η κλοπή, ή ορθά η χορηγία, του πυρός, που αναφέρεται στον 51ον στίχο, δηλώνει τη «μετάθεσιν» [μεταφορά] από το νοητό και αφανές στο αισθητό και «αλλότριον» [ξένο], - γιατί κάθε κλοπή στην πραγματικότητα αποτελεί μυστική μεταφορά του ξένου και ταιριάζει στις ψυχές που μένουν στην περιοχή του νοητού, καθώς ο τεχνικός Λόγος είναι νοητικός. Τον έχει δώσει, λοιπόν, ο Προμηθέας και στις ψυχές που εξέπεσαν εδώ κάτω, για αυτό και ο μύθος αποκάλεσε αυτή την χορηγία κλοπή, επειδή μέσω του Προμηθέα δόθηκε στις ψυχές που κατέβηκαν στον τόπο που τους είναι ξένος.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..
Ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες» [«Εννεάδα 3η, 7.12. 44 - 55»] μας λέγει ότι ο χρόνος είναι η μεταβατική κίνηση της ζωής της ψυχής του Κόσμου. Όπως δηλ. ο Αιώνας «εστι ζωη εν στάσει», στον εαυτό και την ταυτότητά της, έτσι και ο χρόνος είναι εικόνα του εν κίνηση.
Και όπως το σύμπαν τούτο σχετίζεται με το νοητό σύμπαν, έτσι αντί για την νοητική ζωή υπάρχει αυτή που είναι ομώνυμη της ζωής της ψυχής του Κόσμου, και αντί της νοητικής κίνηση του νοητού Κόσμου υπάρχει η κίνηση κάποιου μέρους της ψυχής του Κόσμου, και αντί της ταυτότητας και της παραμονής «εν ενι» [που μένει σε ένα] υπάρχει αυτό πού δεν παραμένει στην ίδια κατάσταση αλλά που ενεργεί το ένα μετά το άλλο, αντί για αυτό που είναι αδιάστατο και ενιαίο υπάρχει ένα είδωλο του όλου που είναι εν συνεχεία όλον, αντί για το άπειρο ήδη όλον υπάρχει μια συνεχείς άπειρη διαδοχή και αντί για το αθρόο όλον υπάρχει ένα όλον που θα γίνεται και πάντοτε θα γίνεται κατά μέρος. Έτσι ο αισθητός Κόσμος μιμείται «το ηδη ολον», που είναι «και αθρόον και απειρον», για να συνθέσει την πληρότητα του μέσα από την συνεχή αύξηση του «εν τω ειναι» του. Έτσι μιμείται το Είναι του Νοητού Κόσμου. Για αυτό δεν πρέπει να αντιληφτούμε τον χρόνο έξω από την ψυχή, όπως και τον Αιώνα έξω του Νοητού Κόσμου, γιατί ο χρόνος δεν είναι μια συνοδεία της ψυχής ούτε κάτι που έρχεται μετά από αυτήν, αλλά κάτι που ενοράται & υπάρχει πάντα μέσα της και μαζί της, όπως ακριβώς η σχέση του Αιώνα με το όντως ΟΝ.
Απόδειξη για το ότι η διεισδύει στο «εν συνεχεία όλον» λαμβάνει χώρα κατά την ενύπνιο κατάσταση είναι το γεγονός ότι ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 71.e. 3-6» λέγει ότι: «ουδείς έχει πραγματική ένθεη & αληθινή μαντική δύναμη όταν είναι ξύπνιος, παρά μόνον στον ύπνο του, τότε που η δύναμη του νου είναι δεμένη, ή είναι ενθουσιασμένος - ουδεις γαρ εννους εφάπτεται μαντικης ενθέου και αληθους, αλλα η καθ" υπνον την της φρονήσεως πεδηθεις δύναμιν η δια νόσον, η διά τινα ενθουσιασμον παραλλάξας». Διευκρινίζει μάλιστα, στον «Τίμαιο, 71.e.6 - 72.a.2», ότι : «Γνώρισμα του έμφρονος ανθρώπου είναι να αναμιμνήσκει και να σκέφτεται τα όσα όναρ[1] ή ήπαρ[2] βλέπει υπό της μαντικής και του ενθουσιασμού, αλλά και να αναλύει πάντα με τον λογισμό όσα φαντάσματα [εικόνες] είδε, δηλαδή τη σημασία τους για ποιόν δείχνουν κάτι καλό ή κακό για το μέλλον, το παρόν ή το παρελθόν - αλλα συννοησαι μεν εμφρονος τά τε ρηθέντα αναμνησθέντα οναρ η υπαρ υπο της μαντικης τε και ενθουσιαστικης φύσεως, και οσα αν φαντάσματα οφθη, πάντα λογισμω διελέσθαι οπη τι σημαίνει και οτω μέλλοντος η παρελθόντος η παρόντος κακου η αγαθου». Εξηγεί δε, στον «Τίμαιο, 72.b.7», ότι το ήπαρ έχει αυτή την φύση και αυτή την θέση μέσα στο σώμα : «xάριν μαντικης». Επίσης ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος, στο «Περί Σωκράτους Δαιμονίου, 588.d.2-5», μας λέγει πως: «στην διάρκεια του ύπνου δεν υπάρχει κάποια φωνή, αλλά λαμβάνοντας κάποιες εντυπώσεις και νοήσεις λόγων οι άνθρωποι νομίζουν ότι ακούνε κάποιους να μιλούν. Όμως σε ορισμένους η αντίληψη αυτού του είδους πραγματώνεται στα όνειρα, επειδή είναι πιο δεκτικοί όταν κοιμούνται, εξαιτίας της ησυχίας και της γαλήνης του σώματος».
Άλλωστε, ο Αισχύλος μας πληροφορεί ότι από τον δεμένο Προμηθέα ό «δαφοινος αιετός» του Δία, ο «πτηνος κύων», τρώει το «κελαινόβρωτον ηπαρ», το οποίο «δια πάσης μεν ημέρας βιβρωσκόμενον, νυκτος δε πάλιν αναπληρούμενον και οιον ανακαινιζόμενον»[3]. Δηλ. του στερεί την ικανότητα του να προλέγει τα μελλούμενα, του αφαιρεί την ικανότητα της μαντικής. Μιας και ο Προμηθέας οντικά είναι η ψυχική δύναμη του ανθρώπινου όντος που - στραμμένο με καμπύλο [αγκύλως] τρόπο προς τον εαυτό του νοεί τον εαυτό του με νοητικό τρόπο - υπολογίζει πριν από τις εκβάσεις όσα πρόκειται να συμβούν.
Και εξηγούμε, αφού αντιγράψουμε πρώτα τον μύθο από το ησιόδειο «Έργα και Ημέρες, σ. 42 - 105»:
«Οι Θεοί, αλήθεια, κρατούν κρυμμένα τα μέσα της ζωής από τους ανθρώπους. Αλλιώς θα μπορούσε εύκολα να εργάζεσαι μια ημέρα και να έχεις να τρως για όλον τον χρόνο μένοντας άνεργος. Έτσι γρήγορα θα κρεμούσες το πηδάλιο υπέρ του καπνού και θα έπαυαν οι κάματοι των βοδιών και των βασανισμένων ημιόνων. Όμως ο Ζευς τα έκρυψε, επειδή θύμωσε που τον γέλασε ο Προμηθέας που έχει στρεψίβουλες σκέψεις. Για αυτό σχεδίασε βαριές θλίψεις για τους ανθρώπους και τους έκρυψε το πυρ. Τούτη όμως την έκλεψε ύστερα για τους ανθρώπους από τον συνετό Δία ο υιός του Ιαπετού (κρύβοντας την) μέσα στο κοίλωμα ενός νάρθηκα, χωρίς να το πάρει είδηση ο τερπικέραυνος Ζευς. Και ο νεφελοσυντάχτης Ζευς θύμωσε και του είπε : "Ε, υιέ του Ιαπετού, που ξέρεις πονηριές καλύτερα από όλους, χαίρεσαι που έκλεψες το πυρ και μου ξεγέλασες το νου, μα θα είναι μεγάλη συμφορά και για σένα και για τους ανθρώπους που θα γεννηθούν. Σε αυτούς εγώ, αντί του πυρός, θα δώσω ένα κακό, που όλοι θα το έχουν κρυφή χαρά, ενώ θα σφιχταγκαλιάζουν το κακό τους". Αυτά είπε και γέλασε ο πατήρ ανδρών και θεών. Και πρόσταξε τον ξακουστό τον Ήφαιστο να ανακατέψει γαία και ύδωρ, το γρηγορότερο και να βάλει ανθρώπινη φωνή και δύναμη, ώστε να φτιάσει ένα πλάσμα ωραίο κι ερωτικό παρθένας, όμοιο στην μορφή με τις αθάνατες θεές. Ύστερα η Αθηνά να της μάθει γυναικείες δουλειές, να υφαίνει πολυδαίδαλο ιστό. Και την χρυσή την Αφροδίτη να της περιχύσει χάρη στο κεφάλι και τον πόθο τον πονεμένο και τους καημούς τους αβάσταχτους. Και τον Ερμή πρόσταξε, τον αγγελιοφόρο και πλανευτή που σκότωσε τον Άργο, να βάλει μέσα της ήθος που πλανεύει και αναιδή νου. Αυτά είπε, κι εκείνοι υπάκουσαν στον βασιλιά Δία τον υιό του Κρόνου. Κι αμέσως εκ γαίας ο ξακουστός ο αμφοτερόχωλος έπλασε ομοίωμα ντροπαλής παρθένας, όπως το ήθελε υιός του Κρόνου. Και η θεά η γλαυκώπις Αθηνά την έζωσε και την στόλισε. Κι οι θεές Χάριτες κι η Πότνια Πειθώ της έβαλαν γύρω στο λαιμό χρυσά περιδέραια. Κι ολόγυρα οι Ώρες οι ομορφομαλλούσες της φόρεσαν στεφάνι από ανοιξιάτικα λουλούδια. Και κάθε στολίδι της ταίριασε στο κορμί η Παλλάς Αθηνά. Και κατόπι μέσα στα στήθια της έπλασε ψευτιές και γλυκόλογα και παμπόνηρο φέρσιμο, κατά τις εντολές του Δία του βαρύκτυπου, ο αγγελιοφόρος των θεών που σκότωσε τον Άργο. Κι ύστερα ο κήρυκας των θεών της έβαλε φωνή κι ωνόμασε αυτή τη γυναίκα Πανδώρα, γιατί πάντες που έχουν τα Ολύμπια δώματα την έκαναν δώρο - συμφορά στους ανθρώπους που αγαπούν τα δώρα. Αφού έφτιασε, λοιπόν, την αφεύγατη τούτη ορθόστηλη παγίδα, τον Επιμηθέα έστειλε ο πατήρ τον ξακουστό φονιά του Άργου, τον ταχύτατο αγγελιοφόρο, να του την πάει δώρο των θεών. Μα ο Επιμηθέας δεν θυμήθηκε που του είπε ο Προμηθέας να μη δεχθεί ποτέ δώρο παρά του Ζηνός του Ολυμπίου, αλλά να του το στείλει πίσω, μη τυχόν συμβεί κανένα κακό στους ανθρώπους. Κι αφού δέχτηκε το κακό, θυμήθηκε, όταν πια το είχε στα χέρια του. Πρωτύτερα, αλήθεια, ζούσαν οι άνθρωποι πάνω στη γη μακριά κι έξω από βάσανα κι έξω από βαριούς κόπους κι από αρρώστιες γεμάτες πόνους που φέρνουν τους θανάτους στους ανθρώπους. Μα η γυναίκα, βγάζοντας με τα χέρια της το μεγάλο βούλωμα του πιθαριού, το σκόρπισε, και στους ανθρώπους έφερε βαριές θλίψεις. Μονάχα η Ελπίδα έμεινε εκεί μέσα, στην άσπαστη φυλακή της, κάτω από τα χείλια του πιθαριού, ούτε πέταξε έξω. Διότι πρόφτασε η Πανδώρα κι έβαλε το βούλωμα του πιθαριού με την θέληση του νεφελοσυνάχτη Δία που κρατά την Αιγίδα. Κι άλλα μύρια λυπηρά γυρίζουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί είναι γεμάτη η γη και γεμάτη η θάλασσα από κακά. Κι οι αρρώστιες πάνε όπως θέλουν στους ανθρώπους, άλλες νύχτα κι άλλες ημέρα, κακά τους ανθρώπους φέρνοντας αμίλητες, γιατί τους αφαίρεσε τη μιλιά ο συνετός Ζευς. Έτσι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανένας τις βουλές του Διός. -
Κρύψαντες γαρ εχουσι θεοι βίον ανθρώποισιν. ρηιδίως γάρ κεν και επ" ηματι εργάσσαιο, ωστε σε κεις ενιαυτον εχειν και αεργον εόντα· αιψά κε πηδάλιον μεν υπερ καπνου καταθειο, εργα βοων δε απόλοιτο και ημιόνων ταλαεργων. αλλα Ζευς εκρυψε χολωσάμενος φρεσι ησιν, οττι μιν εξαπάτησε Προμηθευς αγκυλομήτης· τουνεκ" αρ" ανθρώποισιν εμήσατο κήδεα λυγρά, κρύψε δε πυρ· το μεν αυτις ευς πάις ιαπετοιο εκλεψε ανθρώποισι Διος παρα μητιόεντος εν κοίλω νάρθηκι, λαθων Δία τερπικέραυνον. τον δε χολωσάμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς· "ιαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα ειδώς, χαίρεις πυρ κλέψας και εμας φρένας ηπεροπεύσας, σοί τ' αυτω μέγα πημα και ανδράσιν εσσομένοισιν.τοις δ" εγω αντι πυρος δώσω κακόν, ω κεν απαντες τέρπωνται κατα θυμον εον κακον αμφαγαποντες. "Ως εφατ", εκ δ' εγέλασσε πατηρ ανδρων τε θεων τε· Ηφαιστον δε εκέλευσε περικλυτον οττι τάχιστα γαιαν υδει φύρειν, εν δε ανθρώπου θέμεν αυδην και σθένος, αθανάτης δε θεης εις ωπα είσκειν παρθενικης καλον ειδος επήρατον· αυταρ αθήνην εργα διδασκησαι, πολυδαίδαλον ιστον υφαίνειν· και χάριν αμφιχέαι κεφαλη χρυσέην Αφροδίτην και πόθον αργαλέον και γυιοβόρους μελεδώνας· εν δε θέμεν κύνεόν τε νόον και επίκλοπον ηθος ερμείην ηνωγε, διάκτορον Αργεϊφόντην. Ως εφαθ", οι δ" επίθοντο Διι Κρονίωνι Ανακτι . [αυτίκα δ" εκ γαίης πλάσσε κλυτος Αμφιγυήεις παρθένω αιδοίη ικελον Κρονίδεω δια βουλάς· ζωσε δε και κόσμησε θεα γλαυκωπις Αθήνη· Αμφι δέ οι Χάριτές τε θεαι και πότνια Πειθω ορμους χρυσείους εθεσαν χροΐ· αμφι δε τήν γε Ωραι καλλίκομοι στέφον ανθεσι ειαρινοισιν· πάντα δέ οι χροι κόσμον εφήρμοσε Παλλας Αθήνη·] Εν δε αρα οι στήθεσσι διάκτορος Αργεϊφόντης ψεύδεά θ" αιμυλίους τε λόγους και επίκλοπον ηθος τευξε Διος βουλησι βαρυκτύπου· εν δ" αρα φωνην θηκε θεων κηρυξ, ονόμηνε δε τήνδε γυναικα Πανδώρην, οτι πάντες Ολύμπια δώματα εχοντες δωρον εδώρησαν, πημ" ανδράσιν αλφηστησιν. Αυταρ επει δόλον αιπυν αμήχανον εξετέλεσσεν, εις Επιμηθέα πέμπε πατηρ κλυτον Αργεϊφόντην δωρον αγοντα, θεων ταχυν αγγελον· ουδ' Επιμηθευς εφράσαθ" ως οι εειπε Προμηθευς μή ποτε δωρον δέξασθαι παρ Ζηνος Ολυμπίου, Αλλ' αποπέμπειν εξοπίσω, μή πού τι κακον θνητοισι γένηται· αυταρ ο δεξάμενος, οτε δη κακον ειχ', ενόησε. Πριν μεν γαρ ζώεσκον επι χθονι φυλ" ανθρώπων νόσφιν ατερ τε κακων και ατερ χαλεποιο πόνοιο νούσων τ" αργαλέων, αι τα ανδράσι κηρας εδωκαν. [αιψα γαρ εν κακότητι βροτοι καταγηράσκουσιν.] Αλλα γυνη χείρεσσι πίθου μέγα πωμ" αφελουσα ασκέδασ', ανθρώποισι δε εμήσατο κήδεα λυγρά. μούνη δε αυτόθι Ελπις εν αρρήκτοισι δόμοισιν ενδον εμεινε πίθου υπο χείλεσιν ουδε θύραζε εξέπτη· πρόσθεν γαρ επέμβαλε πωμα πίθοιο [αιγιόχου βουλησι Διος νεφεληγερέταο]. Αλλα δε μυρία λυγρα κατ" ανθρώπους αλάληται· πλείη μεν γαρ γαια κακων, πλείη δε θάλασσα· νουσοι δε ανθρώποισιν εφ" ημέρη, αι δ" επι νυκτι αυτόματοι φοιτωσι κακα θνητοισι φέρουσαι σιγη, επει φωνην εξείλετο μητίετα Ζεύς. ουτως ου τί πη εστι Διος νόον εξαλέασθαι».
Όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 48 - 51», ο Προμηθέας είναι εκείνος που δωρίζει στους ανθρώπους τον νου ο οποίος υπολογίζει, πριν από τις εκβάσεις, όσα πρόκειται να συμβούν και τον οποίο έχουν οι άνθρωποι αφού προσέβαλαν νοητική ζωή που από τα ενδιαιτήματα του πατέρα Δία έφτασε σε τούτον εδώ τον τόπο. Οι απάτες του Προμηθέα εναντίον του Διός δηλώνουν ότι ο Προμηθέας προετοίμασε ώστε τα θνητά να μετέχουν στις ψυχές που ανήκουν στη σειρά του Διός ! Αν, μάλιστα, ο Προμηθέας είναι «αγκυλομήτης», ανήκει στην σειρά του Κρόνου και νοεί τον εαυτό του με νοητικό τρόπο και είναι στραμμένος με καμπύλο [αγκύλως] τρόπο προς τον εαυτό του - «Ο Προμηθευς, Κρόνιος τίς εστι και νοερως εαυτον νοων, και αγκύλως εις εαυτον επεστραμμένος» λέγει ο Πρόκλος. Ενώ αν είναι «ποικιλομήτης» [ποικιλόνοος], σημαίνει αυτόν που έχει λάβει ποικίλες νοήσεις, τις οποίες δωρίζει και στις ανθρώπινες ψυχές που εξέπεσαν στο σώμα! Το δε κρύψιμο του πυρός, που αναφέρεται στον 50ον στίχο, είναι η αόρατη συγκέντρωση της νοητικής και τεχνικής ζωής, με την οποία ο Ζευς δημιούργησε τον Κόσμο και την οποία δίνει πρώτος εκούσια σε πολλές από τις ψυχές που ήρθαν εδώ κάτω για να την κρατήσουν μυστική και απρόσβλητη. Γιατί το πυρ, που είναι αίτιο φωτός, αποτελεί εικόνα του τεχνικού νου με βάση τον οποίο οι άνθρωποι ζουν αρχικά με νοητικό τρόπο. Ενώ η κλοπή, ή ορθά η χορηγία, του πυρός, που αναφέρεται στον 51ον στίχο, δηλώνει τη «μετάθεσιν» [μεταφορά] από το νοητό και αφανές στο αισθητό και «αλλότριον» [ξένο], - γιατί κάθε κλοπή στην πραγματικότητα αποτελεί μυστική μεταφορά του ξένου και ταιριάζει στις ψυχές που μένουν στην περιοχή του νοητού, καθώς ο τεχνικός Λόγος είναι νοητικός. Τον έχει δώσει, λοιπόν, ο Προμηθέας και στις ψυχές που εξέπεσαν εδώ κάτω, για αυτό και ο μύθος αποκάλεσε αυτή την χορηγία κλοπή, επειδή μέσω του Προμηθέα δόθηκε στις ψυχές που κατέβηκαν στον τόπο που τους είναι ξένος.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου