Σε
αυτό συνηγορούν τα όσα αναφέρει ο Πλάτωνας στον «Κριτία, 109.b.1 -
110.b.2», εκεί λέγεται ότι «Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες
περιοχές όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς.
Δεν θα ήταν ασφαλώς σωστό να μην ξέρουν τι ανήκει στον καθένα τους ούτε
να θέλουν να πάρουν με έριδες κάτι, αν και ξέρουν ότι ανήκει σε κάποιον
άλλο. Αφού λοιπόν έγινε η διανομή με κλήρο, πήρε ο καθένας το μερίδιο
του και κατοίκησαν στην περιοχή που κέρδισαν. Κι όταν εγκαταστάθηκαν,
σαν «νομης ποίμνια, κτήματα και θρέμματα εαυτων ημας ετρεφον», χωρίς να
χρησιμοποιούν όμως σωματική βία, σαν τους ποιμένες που οδηγούν τα
κοπάδια στην βοσκή με χτυπήματα, αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι
ευκολοκυβέρνητο πλάσμα, κατευθύνουν, όπως το πλοίο από την πρύμνη με το
πηδάλιο, αγγίζοντας την ψυχή με την πειθώ ανάλογα με τις διαθέσεις τους,
και δίνοντας κατεύθυνση με ατό τον τρόπο κυβερνούσαν όλους τους
θνητούς. Άλλοι λοιπόν από τους θεούς, αφού πήραν με κλήρο διάφορους
τόπους, τους τακτοποίησαν. Στον Ήφαιστο και στην Αθηνά, επειδή είχαν
κοινή φύση, ως αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, και είχαν την ίδια
κατεύθυνση στην σοφία και στις τέχνες, έτυχε να πέσει στον κλήρο αυτή
εδώ η περιοχή, η οποία από τη φύση της τους ταιριάζει και ήταν κατάλληλη
για την αρετή και την φρόνηση τους. Έφτιαξαν λοιπόν εκεί καλούς
κατοίκους και τους βοήθησαν να αντιληφθούν ποιος ήταν ο σωστότερος
τρόπος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας τους. Τα ονόματα των ντόπιων
εκείνης της εποχής έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, έχουν χαθεί όμως τα
έργα τους από τις πολλές καταστροφές που έκαναν οι διάδοχοι τους και από
τη φθορά του χρόνου. Όπως έχει αναφερθεί, όσοι επιζούσαν μετά από κάθε
κατακλυσμό ήταν αγράμματοι ορεσίβιοι, που είχαν ακούσει μόνο τα ονόματα
των παλαιών ηγετών αλλά γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τα έργα τους.
Έτσι, προτιμούσαν να δίνουν αυτά τα ονόματα στα παιδιά τους, αγνοούσαν
όμως τις αρετές και τους νόμους των προγενέστερων, εκτός από κάποιες
ασαφείς πληροφορίες που είχε τύχει να ακούσουν για τον καθένα. Και
επειδή ακόμα οι ίδιοι και τα παιδιά τους επί πολλές γενιές δεν είχαν τα
αναγκαία μέσα για την συντήρησή τους, σκέφτονταν συνεχώς για τα πράγματα
που τους έλειπαν, χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε όσα είχαν συμβεί
προηγουμένως τα περασμένα χρόνια. Οι ιστορικές γνώσεις και η έρευνα του
παρελθόντος ήρθαν και τα δύο στις πόλεις αργότερα, όταν οι άνθρωποι
είχαν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την ζωή τους, και όχι πιο πριν. Με
αυτό τον τρόπο διατηρήθηκαν τα ονόματα των αρχαίων αλλά όχι και τα έργα
τους. Αναφέρω αυτά συμπεραίνοντας από το ότι ο Σόλωνας είπε πως οι
Αιγύπτιοι ιερείς, περιγράφοντας τον πόλεμο εκείνης της εποχής, δηλαδή
ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Ατλαντίνους, με αυτά ως επί το πλείστον
ονόμαζαν εκείνους, όπως του «Κέκροπός τε κα Ερεχθέως και Εριχθονίου και
Ερυσίχθονος», καθώς και πολλά άλλα που αναφέρονται σε ήρωες
παλαιότερους από τον Θησέα».
Όπως βέβαια είπαμε, όπως υπάρχουν θεϊκοί
ηγεμόνες για κάθε μία, έτσι πρέπει να νοήσουμε έναν και μοναδικό θεό
που προΐσταται της καθόδους και της ανόδου, της ευγονίας και της
δυσγονίας της διπλής εν τη γενέσει ζωής. Ο θεός αυτός δεν είναι άλλος
από τον Προμηθέα, για τον οποίο ο Πλάτων, στον «Πρωταγόρα, 320.c -
322.d», λέει ότι είναι ο έφορος της ανθρώπινης ζωής, ενώ ο Επιμηθέας της
αλόγου φύσεως. Ο Προμηθέας τον οποίο οι Ορφέας & Ησίοδος
παρουσιάζουν - δια της κλοπής του πυρός και της στον άνθρωπο δόσεως - να
κατεβάζει την ψυχή από το νοητό εις την γένεσιν, καθώς κανονίζει ως
κύριος της ανθρώπινης περιόδου [ζωής] τις καλύτερες ή χειρότερες
γενέσεις.
Όμως, όπως είδαμε στο Ησιόδειο έργο «Έργα και Ημέρες,
σ. 57-58», ο Δίας λέγει ότι στους ανθρώπους αντί πυρός θα δώσει κακό :
δηλαδή στους ανθρώπους που υποδέχτηκαν την άνωθεν κλαπείσα ψυχή που
έπεσε εδώ κάτω, θα δώσει κακό, την Πανδώρα, δηλαδή την άλογη ζωή, με την
οποία θα χαίρονται και θα ζούνε αγαπώντας το κακό τους. Γιατί η αλογία
είναι κακό για την λογική. Είναι όμως αναγκαία, προκειμένου η ψυχή να
μην επικοινωνεί άμεσα με το σώμα!
Κατά αυτή την έννοια, και αφού η Πανδώρα είναι η άλογη ζωή, η Πύρα είναι η θηλυκή & θνητή ψυχή, η άλογη ψυχή.
Άλλωστε
ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 202 - 206»,
μας λέγει ότι ο ησιόδειος μύθος της Πανδώρας ανήγαγε την αιτία των «εν
ανθρώποις» κακών στο «θηλυ της ψυχης» και στην «αλογον ζωην» την «εκ των
ουρανίων ημιν προσπλασθεισαν» [στην άλογη ζωή που μας προσδόθηκε από τα
ουράνια]. Ενώ ο δεύτερος ησιόδειος μύθος, αυτός που αναφέρεται στα 5
γένη, απέδωσε τα κακά στις κάθε λογής μεταβολές των ανθρώπινων ζωών,
μεταβολές οι οποίες συμβαίνουν λόγω της αλογίας, καθώς εμείς ζούμε
άλλοτε κατά Λόγο και άλλοτε κατά το άλογο.
Από την άλλη, και όπως
εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 383 -
387», η Πλειάδα Κελαινώ, είναι δύναμη αρχαγγελική η οποία επιβαίνει
στον αρχάγγελο της σφαίρας του πλανήτη Κρόνου.
Όμως, όπως λέγει ο
Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Α' (συνέχεια), σ. 147.6 -
148.16», αναφερόμενος στου Αθηναίους του Πλατωνικού μύθου της
Ατλαντίδος, ο Φιλόσοφος Πορφύριος λέγει ότι ο Ήφαιστος είναι ο τεχνικός
Νους και η γη η Σεληνιακή σφαίρα. Γιατί λέει ότι αυτή αποκαλείται
αιθέρια γη από τους Αιγύπτιους. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι οι ψυχές που
έλαβαν υπόσταση από τον θεό και μετέχουν στον τεχνικό Νου σπέρνονται στο
σώμα της Σελήνης, επειδή εκεί ζουν οι τεχνικές ψυχές και έχουν σώματα
που είναι απόρροιες των αιθέριων σωμάτων. Τα 9.000 έτη των Αθηναίων τα
αποδίδει σε αυτές τις ψυχές υπό την εξής έννοια. Η περίοδος της ψυχής,
όπως λέει, η οποία ανεβαίνει και κατεβαίνει μέσα από τους πέντε
πλανήτες, διαρκεί 10.000 έτη, για να έχει κάθε πλανήτης 2.000 έτη, όχι
όμως συναπτά. Ωστόσο ο χρόνος είναι συναπτός προσθετικά. Γιατί ο χρόνος
προστίθεται στον εαυτό του. Για αυτό και όλες οι ζωές είναι 9, τις
οποίες ο Πλάτων υπαινίσσεται με τα εννιάμερα των νεκρών, και παρομοίως
στα νεογέννητα μερικοί δίνουν τα ονόματα την ένατη ημέρα,
χρησιμοποιώντας χρονικές περιόδους που συμβολίζουν τη γέννηση και το
θάνατο. Στο συγκεκριμένο, λοιπόν, πλατωνικό μύθο, αυτόν της Ατλαντίδος, ο
Πλάτων δεν χρησιμοποίησε τον χρόνο των 10.000 ετών αλλά τον αριθμό των
9.000 ετών, προκειμένου να δείξει ότι αυτοί για τους οποίους μιλάει
είναι ακόμη στην γη και πλησιάζουν την περίοδο των 10.000 ετών. Δηλαδή η
ψυχή ζει άνω, νοητικά και Κρόνια [σύμφωνα με τον Κρόνο, έχει Κρόνια ζωή
σύμφωνα με τον πλατωνικό «Πολιτικό»] και κατεβαίνει κατά πρώτον στην
πολιτική ζωή, η οποία ανήκει στον Δία, έπειτα κινεί το θυμικό και ζει
φιλοτίμως. Και το θυμικό είναι Αρεϊκό. Μετά από αυτά υποβαίνει στις
επιθυμίες και στην Αφροδισιακή ζωή, τέλος προβάλει τους φυσικούς λόγους
που έφορός τους είναι ο «εντετακως Ερμης» [ο φαλλικός]. Μέσω αυτών η
ψυχή συνδέεται με το σώμα. Αντιστρόφως, μόλις λάβει σώμα, πρώτα ζει
φυτικά, καθώς είναι επόπτρια της τροφής και αύξησης του σώματος, έπειτα
επιθυμητικά, διεγείροντας τις γενεσιουργούς δυνάμεις, έπειτα θυμικά,
όταν ξεφύγει από αυτά και επιστρέψει στην φιλότιμη ζωή, έπειτα πολιτικά,
όταν μετριάσει τα πάθη, και τέλος νοητικά. Αν μάλιστα αποκατασταθεί,
ζει νοητικά και τα 10.000 έτη λαμβάνουν τέλος. «εν η γενέσει», όμως,
ακόμα και αν πολιτεύεται άριστα, ζει σύμφωνα με τον αριθμό που
υπολείπεται κατά χίλια, σύμβολο αυτού του αριθμού είναι το 9.000, που
ταιριάζει στην άριστη πολιτεία των Αθηναίων του Πλατωνικού μύθου της
Ατλαντίδος.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η ένωση του Προμηθέα με την
Πλειάδα Κελαινώ, προσδίδει στα όντα την έλλογη ζωή. Δηλαδή η Κελαινώ
προσδίδει στα όντα την έλλογη, νοητική ζωή.
Prometheus Pandora the Flood Zeus Hera Poseidon
Όπως
εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 94 -
98», το πιθάρι είναι μια δύναμη της ειμαρμένης, η οποίας χωρά όλα τα
καλά και τα κακά πάθη το οποία απονέμονται στις ψυχές που εξέπεσαν στον
Κόσμο της γένεσης και λόγω των οποίων κάποιοι είναι εύμοιροι η
κακόμοιροι. Γιατί αυτό το πιθάρι περιέχει τα δύο πιθάρια που στην
Ομηρική Ιλιάδα [στίχος 527-533, Ω΄ ραψωδία] είναι γεμάτα με τις «Κήρες» :
«Γιατί δυο πίθοι κείνται μπρός στο κατώφλι του Δία με όσα δώρα δίδει, ο
ένας με τα κακά, κι έτερος με τα αγαθά. Σε όποιον ανάμικτα δώσει ο Ζευς
ο τερπικέραυνος, άλλοτε κακό του τυχαίνει, κι άλλοτε εσθλά. Σε όποιον
όμως τα λυπηρά μονάχα δώσει, ατιμασμένος είναι, κι αυτόν κακή τον κυνηγά
κατάρα πάνω στην δίια χθόνα, και παραδέρνει από θεούς και από βροτού
διωγμένος. - δοιοι γάρ τε πίθοι κατακείαται εν Διος ουδει δώρων οια
δίδωσι κακων, ετερος δε εάων· ω μέν κ" αμμίξας δώη Ζευς τερπικέραυνος,
αλλοτε μέν τε κακω ο γε κύρεται, αλλοτε δε εσθλω· Ω δέ κε των λυγρων
δώη, λωβητον εθηκε, καί ε κακη βούβρωστις επι χθόνα διαν ελαύνει, φοιτα
δ" ουτε θεοισι τετιμένος ουτε βροτοισιν» λέει ο Όμηρος. Για αυτό μέσα σε
αυτό, στο πιθάρι, υπάρχουν και τα αγαθά. Και, όπως λέγει ο Ησίοδος,
απομένει μέσα του μόνο η Ελπίδα, η οποία φέρνει στους δυστυχείς την
παρηγοριά λόγω της προσδοκίας των καλύτερων και λόγω της μεταβολής των
παρόντων κακών. Η γυναίκα ανοίγει το πιθάρι, επειδή φανερώνει στις ψυχές
τις Κήρες που η ίδια παρέχει και που καθιστά αναγκαίες σε όσες ψυχές
έχουν γίνει άλογες εξαιτίας της, ενώ οι ψυχές σωφρονίζονται μετά την
πτώση και απομακρύνονται από αυτήν.
Ανακεφαλαιώνοντας θα πούμε ότι ο
Προμηθέας διευθέτει το αρσενικό, το έλλογο μέρος της ψυχής, το
λογιστικό, ενώ ο Επιμηθέας διευθέτει το άλογο μέρος της ψυχής - το
επιθυμητικό. Η Πανδώρα, που είναι η Άλογη ζωή - δια του πίθου που
μεταφέρει, έσμιξε μαζί του και γεννήθηκε η Πύρρα, δηλ. η θνητή &
θηλυκή, άλογη ψυχή των όντων που μετέχει της άλογης πλέον ζωής, το
επιθυμητικό μέρος της ψυχής, το πυρ που κινεί τα σώματα. Ο δε Προμηθέας
έσμιξε με την Πλειάδα Κελαινώ που είναι η έλλογη ζωή και γεννήθηκε ο
Δευκαλίωνας, δηλ. η αθάνατη ψυχή των όντων (το λογιστικό/νους της ψυχής)
που μετέχει νοητικής ζωής, που είναι φυγάς από την αυλή του πατρός της
Δία, «φυγάς θέοθεν και αλήτης», εξ ου και ο Δευκαλίωνας όταν σταμάτησε ο
κατακλυσμός, και η λάρνακα "έπιασε" στον Παρνασσό, «θύει Διι φυξίω -
Θυσίασε στον Δία, τον προστάτη των φυγάδων».
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο
«Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 84-85», μας λέγει ότι ο
Ερμής, στον ησιόδειο μύθο, ορθώς έχει εκληφθεί ως εκείνος που φέρνει τις
δυο ψυχές, την άλογη και την λογική, σε επαφή με το σώμα. Γιατί κάθε
αγγελιοφόρος είναι μεσολαβητής μεταξύ κάποιων άλλων δύο, μεταφέροντας τη
σκέψη του ενός στον άλλον. Και το άλογο μέρος είναι ενδιάμεσο μεταξύ
του σώματος και της λογικής ψυχής.
Ο Δευκαλίων έσμιξε με την Πύρρα
και γεννήθηκε ο Έλλην : ένα ον που αποτελεί την ένωση της
αρσενικής/νοήμονος ψυχής και της θηλυκής/άλογης ψυχής : ένα όν που
προέκυψε ως η νέα «κορυφή» των εν τη γενέσει όντων άμα την οντολογική
πτώση που περιγράφει ο Σωκράτη στο Πλατωνικό «Συμπόσιο, 189.d.5 -
193.a», εκεί δια στόματος Αριστοφάνη ο Πλάτων αναφέρει τον μύθο των
τέλειων όντων, των 3-ων γενών όντων που υπήρχαν κάποτε : του τέλειου
ανήρ, της τέλειας γυνής και του Ανδρόγυνου. Ο Έλλην φέρει τόσο την
Μαντική, δηλ. την διείσδυση στο «εν συνεχεία όλον», την ενόραση δηλ. που
δόθηκε στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, όσο και την νόηση & την
επιστήμη της αρσενικής ψυχής - την από τον Προμηθέα κλαπείσα «Εντεχνον
σοφίαν συν πυρί» : ο Προμηθέας «δια τούτης ανεγειρει το γνωστικον ημων
και διανοητικον εις την των Ειδων θεωρίαν» [που και δια αυτής ανεβάζει
την γνωστική και διανοητική ικανότητά μας στην θέαση των Ιδεών]!
[1] Οναρ= ονειρος. λύσις ονείρου· Οναρ καθ" υπνους νητρεκες λαλειν τόδε. (Βλ. Λεξικό Σουίδα).
[2]
Υπαρ= αλήθεια, ουκ εν ονείρω. το μεθ' ημέραν οναρ. οιον φανερως, αληθως
υπάρχον. Υπαρ = λέγει το μεθ' ημέραν οναρ· ως εναργως υπάρχον, αληθές.
(Βλ. Λεξικό Σουίδα). Υπαρ = Εγρήγορσις, οπτασία αληθης, ουκ εν ονείρω·
(Βλ. Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό). υπαρ= το μεθ' ημέραν οναρ. (Βλ. Λεξικό
Ησύχιου).
[3] Βλ. Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης, σ. 1021 - 1025» και «Σχόλια στον Αισχύλο, 1022. 3 - 5» [T.L.G.].
[4]
Μάλιστα ο Προμηθέας, στην τραγωδία «Προμηθέας Δεσμώτης, σ. 442 - 468»
του Αισχύλου, λέγει: «τώρα τα πάθη των ανθρώπων να ακούσετε, πώς, ενώ
πρώτα σαν τα μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες·. κι όχι παράπονο μ'
αυτούς πως έχω, μόνο για να σας δείξω την καλή προαίρεση μου. Και λοιπόν
πρώτα έβλεπαν και του κάκου έβλεπαν, άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι
με ονείρων μορφές σ' όλο το μάκρος της ζωής τους όλα τα πάντα έτσι
ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε προσήλια σπίτια από πλίθο ήξεραν, ούτε τα
ξύλα να δουλεύουν, μα σ' ανήλια σπήλια χωσμένοι τρύπωναν σαν τ' αχαμνά
μερμήγκια. Και ούτε χειμώνα γνώριζαν βέβαιο σημάδι, ούτε ανθοφόρας
άνοιξης, ούτε του θέρους του καρπερού κανένα, μα έτσι πορεύονταν με
δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων τις αξεδιάλυτες ανατολές και
δύσεις. Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία, και των γραμμάτων τα
συνθέματα τους βρήκα, της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες. Κι
έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για
να παίρνουν τους πιο μεγάλους πάνω τους κόπους του ανθρώπου. Κι έδεσα
χαλινόστεργα τ' άλογα στο άρμα, της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι·
και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκε άλλος πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη
αμάξια. - ταν βροτοις δε πήματα ακούσαθ', ως σφας νηπίους οντας το πριν
εννους εθηκα και φρενων επηβόλους. λέξω δέ, μέμψιν ουτιν' ανθρώποις
εχων, αλλα ων δέδωκ' ευνοιαν εξηγούμενος· οι πρωτα μεν βλέποντες εβλεπον
μάτην, κλύοντες ουκ ηκουον, αλλ' ονειράτων αλίγκιοι μορφαισι τον μακρον
βίον εφυρον εικη πάντα, κουτε πλινθυφεις δόμους προσείλους ησαν, ου
ξυλουργίαν· κατώρυχες δε εναιον ωστ' αήσυροι μύρμηκες αντρων εν μυχοις
ανηλίοις. ην δ' ουδεν αυτοις ουτε χείματος τέκμαρ ουτ' ανθεμώδους ηρος
ουτε καρπίμου θέρους βέβαιον, αλλ' ατερ γνώμης το παν επρασσον, εστε δή
σφιν αντολας εγω αστρων εδειξα τάς τε δυσκρίτους δύσεις. και μην
αριθμόν, εξοχον σοφισμάτων, εξηυρον αυτοις, γραμμάτων τε
συνθέσεις,μνήμην απάντων, μουσομήτορ' εργάνην. καζευξα πρωτος εν ζυγοισι
κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα σώμασίν θ' οπως θνητοις μεγίστων διάδοχοι
μοχθημάτων γένοινθ', υφ' αρμα τ' ηγαγον φιληνίους ιππους, αγαλμα της
υπερπλούτου χλιδης. θαλασσόπλαγκτα δ' ουτις αλλος αντ' εμου λινόπτερ'
ηυρε ναυτίλων οχήματα».
[5] Γιατί, όπως λέει ο Πρόκλος, «πασα τεχνικη
ποίησις ειδοποιός εστι και κοσμητικη της υποκειμένης υλης» [πάσα
δημιουργία της τέχνης παρέχει Είδος και διακοσμεί την ύλη που αποτελεί
το αντικείμενό της]. Αλλά ο Προμηθέας λαμβάνοντας πρόνοια, και έδωσε τις
τέχνες στις ψυχές και τις παράλαβε από τον Ήφαιστο και την Αθηνά (γιατί
μέσα σε αυτούς τους θεούς εμπεριέχεται η αιτία όλων των τεχνών, καθώς ο
ένας παρέχει πρωταρχικά την δημιουργική τους ιδιότητα, και η άλλη από
ψηλά εκπέμπει σε αυτές τη γνωστική και νοητική). Επειδή όμως χρειαζόταν
όχι μόνο η ανεύρεση των τεχνών για τις ψυχές μέσα στα γένη, αλλά και μια
άλλη επιστήμη πιο τέλεια από αυτές, η Πολιτική, η οποία μπορεί αυτές
τις τέχνες και να τις βάλει μαζί και να τις τακτοποιήσει και να οδηγήσει
στη σύμφωνη με τον νου ζωή τις ψυχές μέσω της αρετής, και επειδή ο
Προμηθέας ήταν αδύνατον να μας παράσχει, καθώς μόνο στον μέγιστο Ζευς
πρωταρχικά βρίσκεται η «Πολιτική» [Ο δε Προμηθευς ταύτην πορίζειν ημιν
αδύνατος ην, διότι δη παρα τω μεγάλω Διι πρώτως εστιν η πολιτική], ενώ ο
Πλάτων λέει ότι «είναι αδύνατον στον Προμηθέα να εισέλθει κρυφά στην
Ακρόπολη του Διός - εις την του Διος Ακρόπολιν παρελθειν ουχ οιόν τε
ειναι» (διότι υπάρχουν φοβερές φρουρές του Διός, οι οποίες τον
διαφυλάσσουν εξηρημένο όλων των επιμέρους αιτίων), στέλνει ο Ζευς στους
ανθρώπους τον Ερμή ως αγγελιοφόρο φέρνοντας την φρόνηση και την αιδώ και
γενικά την πολιτική επιστήμη, και τον διατάσει να παραδώσει το ίδιο σε
όλους αυτή την αρετή [επι πάντας νειμαι] και σε όλους να μοιράσει τη
γνώση των δίκαιων, των καλλών και των αγαθών, αλλά όχι διαιρεμένα, όπως
ακριβώς τις διάφορες τέχνες τις μοιράστηκαν και διαφορετικοί άνθρωποι
και άλλοι από τους ανθρώπους είναι επιγνώμονες αυτών [ειδικοί], ενώ
άλλοι είναι αμαθείς είτε από όλες τις τέχνες είτε από μερικές.
Διευκρινίζει δε ο Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος
Ε', 123.19 - 124.14», ότι ο Πλάτων στον μύθο του πλατωνικού «Πρωταγόρα»,
υποδεικνύοντάς μας «την εξηρημένην του Διος περιωπην» και την «αμιγη
υπεροχήν» της ουσίας από όλα τα κατώτερα, λόγω της οποίας και είναι
«αβατός και ανέκφαντος» στα επιμέρους γένη των θεών, «ανάγει την αιτία
στην αδιάφθορη φρουρά του και στην φρουρητική τάξη γύρω από αυτόν - επι
την ατρεπτον αυτου φυλακην και την περι αυτον φρουρητικην τάξιν αναφέρει
την αιτίαν». Γιατί λόγω αυτής της αιτίας όλες οι δημιουργικές δυνάμεις
είναι σταθερά εδραιωμένες μέσα στον εαυτό τους, και όλα τα Είδη που
βρίσκονται στην κορυφαία υπεροχή στέκονται εξηρημένα από τα κατώτερά
τους, και «ολος ο δημιουργικος νους εν τω εαυτου μένει κατα τρόπον ηθει»
όπως λέγει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 41.e». Γιατί, λέει, «αι του Διός
φυλακαι φοβεραι» είναι για τα πάντα, και για αυτό αυτά τα γένη των θεών,
ένας εκ των οποίων είναι και ο Προμηθεύς, από εκεί συνδέονται με τις
άχραντες και Ολύμπιες δυνάμεις του δημιουργού & πατέρα, και όχι έτσι
όπως είναι [ουχ οιά τέ εστιν]. Ξεκάθαρα, λοιπόν ο ίδιος ο Σωκράτης με
μύθο μας παραδίδει «την περι τον δημιουργον φυλακήν» και μας δείχνει ότι
το φρουρητικό γένος έχει λάβει υπόσταση μαζί με τους νοητικούς θεούς.
Γιατί όπως η πανάρχαια Ελληνική παράδοση λέγει ότι η δημιουργική βαθμίδα
περικλείεται από μια «πρηστηρίδι φρουρα», έτσι και ο Πλάτων λέει ότι
γύρω από αυτήν έχουν εγκατασταθεί φρουρές οι οποίες φρουρούν ακλόνητα
την εξηρημένη υπεροχή του δημιουργού & πατέρα από όλα τα κατώτερα.
[6]
Η διαλεκτική, όχι των περιπατητικών αλλά του θεϊκού Πλάτωνα, έχει
γεννήτορα τον νου και είναι η τρίτη μορφή γνώσης που ανεβαίνει μέχρι το
ανυπόθετο Ένα μέσα από όλα τα Είδη. Με βάση την από την πρόοδο των όλων
δημιουργεί την μέθοδο της διαίρεσης, με βάση τη συγκέντρωση καθενός προς
την περίληψη μίας ιδιότητας δημιουργεί την μέθοδο του ορισμού. Με βάση
την επάλληλη παρουσία των Ειδών, λόγω της οποίας το καθετί είναι ότι
είναι και μετέχει των υπολοίπων Ειδών, δημιουργεί τη μέθοδο της
απόδειξης. Και, βάσει της επιστροφής των πάντων στο Ένα και στις οικίες
του αρχές, γεννά την μέθοδο της ανάλυσης. Αυτή λοιπόν την γνώση ο
Σωκράτης στην Πλατωνική «Πολιτεία, 534.e» την ονομάζει διαλεκτική και
την τοποθετεί ανάμεσα στην επιστήμη και στην νόηση. Την όρισε δε ως το
«επιστέγασμα των μαθηματικών - θριγκος τοις μαθήμασιν η διαλεκτικη», ενώ
στην «Επινομίδα, 992.a» την αποκαλεί κοινό δεσμό τους - «δεσμος γαρ
πεφυκως πάντων τούτων εις αναφανήσεται διανοουμένοις». Γιατί από αυτή
και ο γεωμέτρης και οποιοσδήποτε άλλος επιστήμονας θα πάρει την θεωρία
για τις δικές του αρχές, θεωρία η οποία ξαναενώνει τις πολλές αρχές που
διαιρέθηκαν από την μία αρχή των πάντων. Ότι το Ένα υπάρχει σε όλα τα
όντα και ότι αντιστοιχεί στο σημείο της γεωμετρίας, στη μονάδα της
αριθμητικής και στο πιο απλό στοιχείο κάθε επιστήμης, το αποδεικνύει
κάθε επιστήμη παράγοντας από το απλό στοιχείο της όσο εμπίπτουν στον
τομέα της. Όμως καθένα από αυτά τα απλά στοιχεία λέγεται και είναι μια
συγκεκριμένη αρχή, ενώ η αρχή όλων των όντων είναι η γενική αρχή. Και
μέχρι αυτό ανεβαίνει η ύψιστη των επιστημών.
[7] Ο Πλωτίνος στις
«Εννεάδες, 4.3.9. 3 - 12» λέει ότι: «Ο τρόπος εισόδου της ψυχής στο σώμα
είναι διττός. Ο ένας είναι όταν η ψυχή υπάρχει ήδη στο σώμα και αλλάζει
σώματα ή από ένα αέρινο ή πύρινο σώμα περνάει σε ένα γήινο, διαδικασία
που οι άνθρωποι δεν ονομάζουν μετενσωμάτωση, διότι το σώμα από το οποίο
έγινε η είσκριση [είσοδος] είναι αφανές. Ο άλλος τρόπος είναι η μετάβαση
από το ασώματο σε οποιασδήποτε μορφής σώμα, που θα ήταν βέβαια για την
ψυχή η πρώτη επικοινωνία με το σώμα - Επει τοίνυν διττος ο τρόπος της
εις σωμα ψυχης εισόδου-η μεν γαρ γίνεται ψυχη εν σώματι ουση τη τε
μετενσωματουμένη και τη εκ σωματος αερίνου η πυρίνου εις γήινον
γινομένη, ην δη μετενσωμάτωσιν ου λέγουσιν ειναι, οτι αδηλον το αφ' ου η
εισκρισις, η δε εκ του ασωμάτου εις οτιουν σωμα, η δη και πρώτη αν ειη
ψυχη κοινωνία σώματι-ορθως αν εχει επισκέψασθαι περι ταύτης, τί ποτέ
εστι το γινόμενον πάθος τότε, οτε ψυχη καθαρα ουσα σώματος πάντη ισχει
περι αυτην σώματος φύσιν».
[8]Ο Ιαπετός, όπως λέγει ο Πρόκλος, στο
«Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 50», είναι νοητικός θεός,
αίτιος πάσης της ιπτάμενης και ταχύτατης κίνησης του ουρανού. «παρα το
ιεσθαι και πέτεσθαι», δηλαδή από το ρήμα ορμώ και πετάω.
[9] Όπως
εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 383 -
387», ο Άτλαντας σηκώνει τον ουρανό και ο ίδιος με μια συνοχή στηρίζει
τους κίονες "που χωρίζουν την γαία και τον ουρανό", καθώς έχει λάβει
δυνάμεις που διαχωρίζουν τον ουρανό και την γη, δυνάμεις λόγω των οποίων
ο ουρανός μένει χωριστός από την γαία και περιστρέφεται στον παντοτινό
χρόνο γύρω από την γαία, ενώ αυτή μένει σταθερή στο κέντρο και γεννά
μητρικά όλα όσα γεννά πατρικά ο ουρανός. Γιατί αυτές τις δυνάμεις, οι
οποίες διατηρούν απαρέγκλιτα τη διάκριση μεταξύ των δυο, τις αποκάλεσε
«κίονες, που χωρίζουν γαία και ουρανό». Αυτό σημαίνει ότι ο ουρανός και η
γαία μένουν αιώνια χωριστά το ένα από το άλλο και δεν αναμειγνύονται
μεταξύ τους ποτέ. Ως τέκνα του Άτλαντα αναφέρονται οι Πλειάδες, που
είναι επτά : η Μαία, η Ταϋγέτη, η Ηλέκτρα, η Στερόπη - Αστερόπη, η
Κελαινώ, η Αλκυόνη και η Μερόπη. Όλες αυτές είναι δυνάμεις αρχαγγελικές,
οι οποίες επιβαίνουν στους αρχαγγέλους των επτά σφαιρών, η Κελαινώ της
σφαίρας του Κρόνου, η Στερόπη - Αστερόπη της σφαίρας του Δία, η Μερόπη
της σφαίρας του Άρη, η Ηλέκτρα της σφαίρας του Ήλιου, η Αλκυόνη της
σφαίρας της Αφροδίτης, η Μαία της σφαίρας του Ερμή και η Ταϋγέτη της
σφαίρας της Σελήνης. Αυτή η ενιαία σύνταξη των επτά σφαιρών έχει
τοποθετηθεί μέσα στους απλανείς ως «αγαλμα Ενουράνιον» το οποίο
ονομάζουμε Πλειάδα και είναι άστρο εμφανές. Το άστρο αυτό είναι
«κατεστηριγμένον» εντός του αστερισμού του Ταύρου και κατά τις ανατολές
και τις δύσεις του προκαλεί πάμπολλη μεταβολή στην ατμόσφαιρα.
[10]
Το Χάλκινο γένος, που είναι το τρίτο στην σειρά, αναλογεί, μας λέγει ο
Πρόκλος στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β' [συνέχεια],
76. 10 - 16», στην άλογη και φανταστική ύπαρξη, διότι και η φανταστική
εντύπωση είναι νους που μορφοποιεί, όχι όμως καθαρός, όπως ακριβώς και ο
χαλκός που δίνει την εντύπωση πως έχει το χρώμα του χρυσού, περιέχει
όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο και συγγενικό προς τα στερεά και
αισθητά. Το χάλκινο γένος, και για τον Ησίοδο εξάλλου, σταθεροποιεί το
οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη με τον Λόγο ενέργεια και
μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον ποιητή, ο οποίος
λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον Δία
πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις
πολεμικές τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό.
[11] Το γένος των
ημιθέων, μας λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα,
τόμος Β' [συνέχεια], 76.23 - 77.4», που είναι το τέταρτο στην σειρά,
στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ' ενέργεια [πρακτική] ζωή, ενώ
λαμβάνει επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και ορμή κατά
τις πράξεις, επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη προθυμία. Για αυτό
επομένως και ο ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο κάποιο ιδιαίτερο
μέταλλο με τη σκέψη ότι έχει τους χαρακτήρες του πριν και του μετά από
αυτό γένους, όντας πραγματικά γένος ημιθέων, διότι με τον Λόγο, στον
οποίο έλαχε θεϊκή ουσία, συνέμειξε την θνητή ζωή του πάθους. Τη
μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει το γένος τούτο στα έργα του την
προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική η παθητική δράση μέσω της ταύτισης
ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την προσδίδει το πάθος στη συνύφανση
του με τον Λόγο.
ΤΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ.