Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Ο ΑΡΙΣΤΟΣ τρόπος των Θυσιών και GOD THERAPY

«Η άριστη αρχή όλων είναι εκείνη που επιδεικνύει τον θεσμό των θυσιών συνδεδεμένο με την τάξη των Θεών∙ έχουμε ως δεδομένο άλλους Θεούς υλαίους και άλλους άυλους∙ υλαίους όσους περιέχουν και τακτοποιούν μέσα τους την ύλη, και άυλους εκείνους που είναι εντελώς εξηρημένοι από αυτή και υπερέχουν από την ύλη. Στην τέχνη των Ιερέων [ιερατική δηλ.], πρέπει να αρχίζουμε τις ιερουργίες από τους υλαίους, διότι δεν είναι δυνατόν αλλιώς να γίνει η ανάβαση προς τους άυλους Θεούς. Εκείνοι, λοιπόν, έχουν κάποια κοινωνία προς την ύλη, καθόσον επιβαίνουν σε αυτή∙ οι ίδιοι, λοιπόν, κατευθύνουν και όσο συμβαίνουν στην ύλη, για παράδειγμα τις διαιρέσεις, την αντίδραση στα χτυπήματα, τη μεταβολή, τη γένεση και τη φθορά όλων των ένυλων σωμάτων.

Επομένως, αν κανείς θέλει να θεραπεύει (=λατρεύει) αυτού του είδους τους Θεούς θεουργικά, πρέπει να προσφέρει σε εκείνους θεραπεία έτσι, όπως έχουν εκ φύσεως και όπως τους έχει λάχει η αρχή, δηλαδή ένυλη προς εκείνους που είναι ένυλοι∙ διότι έτσι θα τους οδηγήσουμε συνολικά σε ολοκληρωτική εξοικείωση μαζί μας, και στη θεραπεία θα προσφέρουμε προς εκείνους τη συγγένεια πους τους αρμόζει∙ και κατά τη διάρκεια των θυσιών, λοιπόν, τα νεκρά και στερημένα από τη ζωή σώματα, ο φόνος των ζώων και η κατανάλωση των σωμάτων, και η κάθε είδους μεταβολή και φθορά, και γενικά η πρόπτωση (εκφυλισμός) ταιριάζει στους Θεούς που προΐστανται της ύλης∙ ταιριάζει όχι τους ίδιους, αλλά για την ύλη την οποία εξουσιάζουν. Διότι, ακόμα κι αν είναι στο μέγιστο βαθμό χωριστοί από αυτή, παρευρίσκονται όμως σε αυτή∙ και παρόλο που την περιέχουν στην άυλή τους δύναμη, υπάρχουν μαζί με αυτή∙ και τα όσα διοικούνται δεν είναι αλλότρια προς εκείνους που τα διοικούν, όπως και αυτά που λαμβάνουν τάξη προς εκείνους που τα τακτοποιούν, και αυτά που υπηρετούν ως όργανα δεν είναι ανάρμοστα προς εκείνους που τα χρησιμοποιούν. Για αυτό ακριβώς είναι αλλότριο να προσφέρουμε μέσω των θυσιών ύλη στους άυλους, είναι όμως απολύτως οικείο σε όλους τους ένυλους [Θεούς].
Μετά από αυτό, λοιπόν, ας σκεφτούμε, σε συμφωνία με τα όσα έχουν προαναφερθεί, και τη δική μας διπλή κατάσταση∙ διότι, όταν γινόμαστε στο σύνολό μας ψυχή και είμαστε έξω από το σώμα μετέωροι με τον νου, περιφερόμαστε στα ύψη μαζί με το σύνολο των άυλων Θεών∙ όταν, όμως πάλι είμαστε δεμένοι στο οστρακοειδή σώμα, τότε κρατιόμαστε από την ύλη και είμαστε σωματώδεις∙ πάλι, λοιπόν, έχει προκύψει ο διπλός τρόπος της θρησκείας∙ ο ένας θα είναι απλός, ασώματος, αγνός από πάσα τη γένεση, εκείνος δηλαδή που ταιριάζει στις άχραντες ψυχές∙ ο άλλος (θα είναι) γεμάτος από σώματα και από πάση της ενύλου πραγματείας, ο οποίος ταιριάζει στις ψυχές που δεν είναι καθαρές και δεν απωλέσθηκαν από πάσα τη γένεση. Και των θυσιών θεωρώ διττά τα είδη∙ τα μεν είναι των εντελώς αποκαθαρμένων ανθρώπων, τέτοια που είναι δυνατόν να γίνουν σπάνια από έναν άνθρωπο, όπως λέει ο Ηράκλειτος[1], ή έστω από κάποιους λίγους μετρημένους άνδρες, και τα δε είναι τα ένυλα και σωματώδη, τα οποία συνίστανται δια της μεταβολής, τέτοια που αρμόζουν σε όσους κατέχονται ακόμη από το σώμα. Αν, λοιπόν, κανείς σε πόλεις και σε δήμους που δεν έχουν απολέσει τη γενεσιουργή μοίρα[2] και την κοινωνία που είναι προσκολλημένη στα σώματα, δεν θα επιτρέψει τον ανάλογο τρόπο αγιστείας, θα αποτύχει και στα δύο, και στα άυλα και στα ένυλα αγαθά∙ διότι τα πρώτα δεν μπορεί να τα δεχτεί, και στα δεύτερα δεν μπορεί να προσάγει το οικείο τους. Και ταυτόχρονα καθένας πραγματοποιεί την επιμέλεια της οσιότητος με βάση το τι είναι και όχι με βάση το τι δεν είναι∙ άρα δεν πρέπει να ξεπερνά το μέτρο που ταιριάζει σε εκείνον που τελεί τη θεραπεία.
Ο ίδιος συλλογισμός κατ’ εμέ ισχύει και για τη σύνδεση που αναπτύσσεται με οικειότητα ανάμεσα στους θεράποντες άνδρες και στις δυνάμεις που θεραπεύονται. Διότι κρίνω άξιο να επιλέγει και αυτή τον τρόπο της θρησκείας που της ταιριάζει, άυλη για αυτή που αναμειγνύεται άυλα και με τις καθάριες ασώματες δυνάμεις συνάπτεται καθάρια με τα ίδια τα ασώματα∙ και σωματώδες η σωματώδης, η οποία είναι εξαρτημένη από τα σώματα και αναμειγνύεται με τις ουσίες που επιβαίνουν σε σώματα.
(Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων» 5.14.1 – 5.15.36)
«Διότι, όπως λένε οι Πυθαγόρειοι, θα τιμήσεις άριστα το Θεό, αν εξοιμοιώσεις τη διάνοιά σου με το Θεό∙ και όποιος τιμά τον Θεό σαν ο Θεός να χρειάζεται κάτι, αυτός ασυναίσθητα έχει θεωρήσει ότι ο εαυτός του είναι ανώτερος από τον Θεό. Και η πολυτέλεια των προσφορών δεν αποτελεί τιμή προς τον Θεό, αν δεν προσφερθεί με ένθεο φρόνημα. Διότι οι προσφορές και οι θυσίες των ανόητων, είναι τροφή για τη φωτιά, και τα αφιερώματα είναι δώρα προς τους ιερόσυλους, ενώ το ένθεο φρόνημα που είναι διαρκώς σταθερό, μας συνδέει με τον Θεό∙ διότι είναι ανάγκη το όμοιο να πηγαίνει στο όμοιο, για αυτό και μόνο ο σοφός λέγεται Ιερέας, μόνο αυτός θεοφιλής και μόνο αυτός γνωρίζει να προσεύχεται. Διότι ξέρει να τιμά μόνο εκείνος που δεν συγχέει την αξία όσων τιμώνται και που πριν απ’ όλα προσφέρει τον εαυτό του ως θυσία και μετατρέπει τη ψυχή τους σε θείο άγαλμα και κάνει το νού του ναό για την υποδοχή του Θείου Φωτός. Διότι τί παρόμοιο θα προσφέρεις από τα συνηθισμένα υλικά, το οποίο θα το κάνεις άγαλμα ταιριαστό στο Θεό ή δώρο που μπορεί να ενωθεί μαζί του; Αυτά λοιπόν είναι ανάγκη να συμβαίνουν στη λογική ψυχή που καθάρθηκε. Διότι, όπως λένε οι ίδιοι άνδρες [οι Πυθαγόρειοι], ο Θεός δεν έχει επάνω στη γη τόπο καταλληλότερο από την καθαρή ψυχή. Και ο Πύθιος συμφωνεί λέγοντας:
“με τους ευσεβείς βροτούς χαίρομαι τόσο, όσο με τον Όλυμπο”.[3]
«Και ευσεβής είναι εκείνος που κατέχει την θεία επιστήμη (=αληθής γνώση) και προσφέρει την τελείωση του εαυτού του ως άριστη τιμή προς τους αιτίους των αγαθών, και με τον ζήλο για την απόκτησή τους στρέφεται προς όσους τα χορηγούν, και τιμά όσους χορηγούν πάντοτε τα αγαθά με το να είναι ικανός να τα λαμβάνει. Όποιος, όμως, επιλέγει να τιμά το Θείο με άλλο τρόπο και όχι μέσω του εαυτού του, κάνει τη τιμή σπατάλη της εξωτερικής περιουσίας του, χωρίς να προσφέρει τη δική τους αρετή αλλά προσπαθώντας με τα εξωτερικά αγαθά να εκπληρώνει το χρέος του προς εκείνους. Αυτά δεν είναι ευχάριστο ούτε και σε έναν σπουδαίο άνδρα να τα λαμβάνει, εκτός κι αν δίνονται με την κάλλιστη διάθεση. Τέτοιο είναι και το απόφθεγμα του Πύθιου πάλι∙ διότι σε κάποιον που θυσίασε εκατόμβη χωρίς ευσεβή γνώμη και ρωτούσε πώς είχε δεχτεί τα δώρα του, απαντά [ο Απόλλων]:
“Αλλά μου αρέσει το πλιγούρι του ξακουστού πολίτη της Ερμιόνης”
προτιμώντας το τελείως ευτελές παρά την τόση πολυτέλεια, επειδή ασφαλώς είχε κοσμηθεί με θεοσεβούμενη γνώμη. Διότι με αυτή, όλα μπορούν να γίνουν θεοφιλή, και χωρίς αυτή ποτέ τίποτα αρεστό στο Θεό»
(Βλ., Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη» 1.17.3 – 1.21.9)
[1] Ηράκλειτος, απόσπασμα 69. Όπως γίνεται κατανοητό από το κείμενο, το απόσπασμα του Ηρακλείτου θα είναι: «τα […] είναι των εντελώς αποκαθαρμένων ανθρώπων, τέτοια που είναι δυνατόν να γίνουν σπάνια από έναν άνθρωπο» δηλαδή το άυλο είδος των θυσιών είναι για τους εντελώς αποκαθαρμένους ανθρώπους, και τέτοιοι άνθρωποι είναι σπάνιοι, οπότε και σπάνια θα μπορούσαν να γίνουν αυτές οι τύπου θυσίες.
[2] Δηλαδή θα πρέπει ολόκληρη η πόλη ή ο δήμος να λειτουργεί υπεράνω της Ειμαρμένης. Αυτό πραγματοποιείται όταν το σύνολο των Ιερέων της πόλης ή του δήμου αποτελείται από Θεουργούς!
[3] –Βλ., Ιουλιανός «Επιστολές» 89b–

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου