Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Η ΨΥΧΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΥΣΕΙ ΘΕΟΣ Η" ΦΥΣΕΙ ΘΗΡΙΟ;

Ο Ιεροκλής, στο «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 23.1.1 – 23.11.5» , όταν σχολιάζει τους στίχουν 52-53 των “Χρυσών επών” του Πυθαγόρα, όπου λέγεται “Θα γνωρίσεις, όπως είναι θεμιτό, την όμοια φύση στα πάντα, ώστε να μην ελπίζεις τα ανέλπιστα ούτε να σου διαφεύγει κάτι”, ο Ιεροκλής εξηγεί πως:


«Καθώς η Φύση διέπλασε τον εμφανή Κόσμο κατά τη θεία ευμετρία, μέσω της αναλογίας τον εξομοιώνει παντού με τον εαυτό του ποικιλοτρόπως, και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποτύπωσε το θείο κάλλος σε όλα τα εγκόσμια Είδη, ώστε να αποδώσει την αιώνια κίνηση στον ουρανό, και τη σταθερότητα στην γη, και καθένα από αυτά τα δύο να έχει ένα ίχνος της εξομοίωσης με το θείο. Και στο σώμα του ουρανού απένειμε την περιφέρεια του σύμπαντος, ενώ στο σώμα της γης απένειμε το κέντρο. Σε μια σφαίρα το κέντρο από μια άποψη είναι αρχή της και από μια άλλη άποψη πέρας εκείνου που το περιβάλει. Για αυτό και το πάνω μέρος έχει στολιστεί με τα άστρα και με τα νοητικά ζωντανά όντα που τα ακολουθούν, ενώ η γη στολίστηκε με τα φυτά και τα ζώα που έχουν μόνο αίσθηση. Στη μέση μεταξύ αυτών, που απέχουν τόσο, βρίσκεται ο άνθρωπος, ο οποίος είναι αμφίβιος, τελευταίος όσων υπάρχουν πάνω, πρώτος όσων υπάρχουν κάτω. Για αυτό άλλοτε συνοδεύει τους αθανάτους και απολαμβάνει τον κατάλληλο κλήρο με τη στροφή του στον νου και στην αρετή, και άλλοτε συναγελάζεται με τα θνητά είδη και εκπίπτει από την αξία που του ταιριάζει, λόγω της εκτροπής από τους θείους νόμους. Γιατί καθώς ο άνθρωπος είναι ο τελευταίος μεταξύ των λογικών γενών, δεν έχει τη φύση να νοεί πάντα και με τον ίδιο τρόπο, γιατί δεν θα ήταν άνθρωπος αλλά φύσει Θεός, ούτε μπορεί να νοεί αεί και ωσάυτος. Γιατί αυτό θα τον τοποθετούσε στην βαθμίδα των Αγγέλων. Τώρα είναι άνθρωπος που μπορεί μέσω της εξομοίωσης να οδηγηθεί προς το βέλτιστο, αλλά εκ φύσεως είναι κατώτερος από τους αθανάτους Θεούς και τους αγαυούς Ήρωες που είναι τα πρώτα και μεσαία εγκόσμια γένη. Και όπως ακριβώς βρίσκεται κάτω από αυτούς επειδή δεν νοεί πάντα αλλά μερικές φορές περιέρχεται σε άγνοια και λησμονιά της ουσίας και της φώτισης που από τον θεό κατεβαίνει προς αυτόν, έτσι και επειδή δεν μένει πάντοτε στην άγνοια, υπερέχει από τα άλογα ζώα και φυτά και έχει υπερβεί ως προς την ουσία ολόκληρη την επίγεια αι θνητή φύση, καθώς έχει την φύση να επιστρέφει προς τον θεό και να αναιρεί τη λησμονιά με την ανάμνησης και να συμπληρώνει με τη διδασκαλία όσα έχασε και να θεραπεύει τη φυγή του από ψηλά με την αντίστροφη φυγή.
Στην ανθρώπινη ουσία λοιπόν, που είναι τέτοια, ταιριάζει να γνωρίσει τη σύνδεση των αθάνατων θεών και των θνητών ανθρώπων, δηλαδή την διάταξη των λογικών γενών. Να γνωρίσει και τη φύση που είναι όμοια στα πάντα, δηλαδή την σωματική ουσία που από ψηλά μέχρι τα τελευταία στολίστηκε με την αναλογία και τη θεία απεικόνιση και να γνωρίσει όλα αυτά “όπως είναι θεμιτό”, δηλαδή “όπως έχουν οριστεί από τον νόμο”, και έτσι όπως έλαβαν υπόσταση από τον Θεό και με τον τρόπο με τον οποίο είναι τακτοποιημένα από τους νόμους εκείνου, είτε είναι σώματα είτε ασώματα. Γιατί από κοινού και για τις δύο δημιουργίες πρέπει να εννοήσουμε το παράγγελμα “να γνωρίσεις όπως είναι θεμιτό”. Γιατί δεν πρέπει, παρασυρόμενοι από αλόγιστες επιθυμίες, να αλλάζουμε την αλήθεια των πραγμάτων σύμφωνα με τη δική μας εντύπωση, αλλά ακλουθώντας τους κανόνες της αλήθειας να γνωρίζουμε όλα τα όντα, όπως είναι θεμιτό και όπως όρισε το καθένα ο θεσμός της δημιουργίας. Και από αυτές τις δυο γνώσεις, αυτή δηλαδή που αφορά την ασώματη δημιουργία του θεού και αυτή που αφορά τη σωματική, αναφαίνεται ως ωραιότατο αποτέλεσμα το να μην ελπίζουμε τα ανέλπιστα ούτε να μας διαφεύγει κάτι. Γιατί από το γεγονός ότι εμείς ξεχνάμε την ουσία των πραγμάτων, επέρχεται το να ελπίζουμε το ανέλπιστο και το να μελετάμε τα αδύνατα. Για παράδειγμα, αν κάποιος άνθρωπος ελπίζει ότι θα γίνει ένας από τους αθανάτους Θεούς ή τους φύσει αγαυούς Ήρωες, αυτός δεν γνωρίζει τα όρια της φύσης ούτε διέκρινε τα πρώτα, τα μεσαία και τα τελευταία όντα. Και πάλι, αν κάποιος, από άγνοια της αθανασίας που υπάρχει στην ψυχή μας, πιστεύει ότι η ψυχή του πεθαίνει μαζί με το σώμα, προσδοκά όσα δεν πρέπει και δεν είναι δυνατόν να γίνουν. Παρομοίως και αυτός που ελπίζει ότι θα φορέσει το σώμα θηρίου και ότι θα γίνει άλογο ζώο λόγω της κακίας του ή φυτό λόγω της αδράνειας της αίσθησής του, και αυτός, αντίστροφα από εκείνους που μεταθέτουν την ουσία του ανθρώπου προς τα ανώτερα γένη, τη σπρώχνει προς τα κάτω, έχοντας πλανηθεί και αγνοώντας την αμεταβλησία του είδους που υπάρχει στην ουσία της ανθρώπινης ψυχής. Γιατί αυτή, μένοντας πάντοτε άνθρωπος, λέγεται ότι μέσω της διαδοχικής απόκτησης της αρετής και της κακίας θα γίνει θηρίο ή θεός, τίποτε από τα δύο εκ φύσεως, αλλά λόγω εξομοιώσεως με καθένα από τα δυο. Και γενικά, αυτός που δεν γνωρίζει την αξία που υπάρχει σε κάθε όν αλλά είτε τα υπερτιμά είτε τα υποτιμά, έχει κάνει αυτή την άγνοια αφορμή μάταιης γνώμης και ανέλπιστης ελπίδας. Και αυτός που ορίζει το καθετί με τα μέτρα της δημιουργίας και γνωρίζει τα όντα όπως έχουν φτιαχτεί και προσαρμόζει τη γνώση του στα μέτρα του Θεού, αυτός κυρίως τηρεί το παράγγελμα “ακολούθα τον Θεό” και γνωρίζει το άριστο μέτρο και πετυχαίνει την αδιάψευστη ελπίδα.»

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου